Έχει καταντήσει πραγματικά κουραστική αυτή η καραμέλα του “εγώ δεν κρύβομαι πίσω από ψευδώνυμο”, του “οι ανώνυμοι-ψευδώνυμοι κουκουλοφόροι και συκοφάντες του διαδικτύου”, του χυδαία προπαγανδιστικού – τρομοκρατικού (για τους ψοφοδεείς και επιδεκτικούς “νουθεσιών”) “οι εκβιαστές μπλόγκερ”, του επιτακτικού, με ύφος ανθυποχωροφύλακα Δ’, “πες ποιος είσαι για να σου κάνω μήνυση” και των παρανοϊκών περιεκτικοχαφιεδικών “θα σε λέω αλητοχαφιέ μέχρι να μου κάνεις μήνυση για να αποκαλύψω σε όλους τα πραγματικά σου στοιχεία” και “οι ανώνυμοι και ψευδώνυμοι συστημικοί πράκτορες, οι νεοταξικοί υπηρέτες της υπερεθνικής ελίτ και γκαιμπελίσκοι της ισραηλινής πρεσβείας”.
Όσες φορές έχω διαβάσει σε σχόλια ιστολογίων, σε ανοιχτές επιστολές προς ιστολόγια και φόρουμ, σε email, σε άρθρα και σε ανακοινώσεις τα ως άνω αναφερόμενα, συντάκτης ήταν πάντα κάποιος υπερευαίσθητος “επώνυμος” αρθρογράφος, συγγραφέας, δημοσιολογών (οι δημοσιογράφοι στη χώρα μας σπανίζουν τραγικά), εκδότης, “στοχαστής” ή πολιτικός, ο οποίος μάλιστα θεωρεί πως με αυτές τις φράσεις «καθάρισε», αποφεύγοντας έτσι να απαντήσει σε ερωτήματα που του ετέθησαν ή σε κριτική που το ασκήθηκε. Με απλά λόγια: ο συντάκτης που χρησιμοποιεί την προαναφερθείσα φρασεολογία είναι πάντα ένα άτομο που το όνομά του είναι το εμπορικό του σήμα, δηλαδή κάποιος που έχει κάποιο όφελος από τη χρήση του ονόματός του (οικονομικό, πολιτικό ή άλλο), η δε προβολή της «γενναιότητάς» του να χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα (που μπορεί ακόμα κι αυτό να είναι ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο – το συχνά κερδοσκοπικό αντίστοιχο του διαδικτυακού ψευδωνύμου) είναι απλά μια υπεκφυγή και τίποτε άλλο.
Επίσης, σε όλες τις περιπτώσεις που κάποιος “επώνυμος” θίγεται από ένα άρθρο ή μια επιστολή που συντάχθηκε από κάποιον “ανώνυμο” ή “ψευδώνυμο” σε τέτοιο βαθμό ώστε να αντιδράσει με το οργίλο και κουτσαβάκικο υφάκι που έχει πια καταντήσει άθλιο κλισέ τύπου “ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;” στο διαδίκτυο, το φταίξιμο ήταν δικό του. Τι εννοώ; Απλά, ο άνθρωπός μας ή συνελήφθη λέγων μαλακίας ή άκουσε τα σχολιανά του για άστοχές ή/και βλαπτικές επιλογές του στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν. Ωραία; Σε τι αποσκοπεί όμως; Πολύ απλά: με τις φράσεις που ανέφερα στην πρώτη παράγραφο (ανεξαρτήτως του αν συνοδεύονται από απειλή μηνύσεων και αγωγών), ο “επώνυμος” κύριος (ή η “επώνυμη” κυρία, δε θα τα χαλάσουμε εκεί) επιδιώκει να επισείσει τους τυποκτόνους νόμους της λογοκριτολάγνας “δημοκρατίας” μας ως δαμόκλειο σπάθη εις βάρος όποιου τολμήσει να του ασκήσει ακόμη και την παραμικρή κριτική.
Πρόκειται δηλαδή για μια ωμή, σκαιότατη και ιταμότατη απειλή που εκφέρεται από άτομο που αρνείται να δεχθεί οποιαδήποτε κριτική και επιθυμεί – τόσο “δημοκράτης”! – να φιμώσει με το φόβητρο των ποινικών και αστικών διώξεων όποιον τολμήσει να του αντιμιλήσει. Το φόβητρο αυτό είναι αρκετά ισχυρό: πέραν του ότι τα δικαστήριά μας πάντα επεδείκνυαν εύνοια προς τον κάθε “ισχυρό”, το οικονομικό κόστος και η ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλεται όποιος εμπλακεί στα γρανάζια του δικαστικού μηχανισμού είναι δυο εξαιρετικά ισχυροί αποτρεπτικοί παράγοντες.
Εντελώς σημειολογικά και συνειρμικά, οφείλω να θυμίσω στους επωνυμολάγνους και τους “ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;” του διαδικτύου ότι μόνον αιμοσταγή απολυταρχικά καθεστώτα, όπως της Κίνας, της Βόρειας Κορέας και του Ιράν, απαίτησαν οι χρήστες του διαδικτύου να εμφανίζονται παντού με τα πραγματικά τους στοιχεία. Μόνον σ’αυτά τα ακραία δικτατορικά καθεστώτα απαγορεύθηκε η ανωνυμία και η ψευδωνυμία – κι αυτό αποκαλύπτει πάρα πολλά για το πόσο πραγματικά αγαπούν τη δημοκρατία (προαπαιτούμενο της οποίας είναι η ελευθερία του λόγου) οι επωνυμολάγνοι.
Πρέπει εδώ να επισημάνω και το γεγονός ότι οι επωνυμολάγνοι ήταν και είναι ανιστόρητοι και ανόητοι: πίσω από ψευδώνυμο “κρυβόταν” και ο συντάκτης της “Ελληνικής Νομαρχίας”, αυτού του έξοχου πολιτικού και επαναστατικού μανιφέστου. Πίσω από ψευδώνυμο κρυβόταν και ο Οδυσσέας “Ελύτης” Αλεπουδέλλης. Ομοίως και ο Μενέλαος Λουντέμης (κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης). Και ο Αθανάσιος “Άρης Βελουχιώτης” Κλάρας, κι αυτός πίσω από ψευδώνυμο κρυβόταν. Θέλετε ν’αναφέρω κι άλλους; Ο χώρος της διανόησης – πεζογραφία, ποίηση, πολιτικός στοχασμός – και ο χώρος της πολιτικής δράσης είναι και οι δυο γεμάτοι παραδείγματα.
Και πόσο υποκριτής είναι τάχα ένας επωνυμολάγνος που διατηρεί φόρουμ ή ιστολόγιο συνδεδεμένο με την επαγγελματική του δραστηριότητα, στο οποίο οι χρήστες επιτρέπεται να έχουν ψευδώνυμο, αλλά, έτσι κι αγγίξουν την «αλάθητη» παρουσία του, τότε θυμάται ότι εκείνοι είναι «ανώνυμοι» και «ψευδώνυμοι» (άρα σκουπίδια, συκοφάντες κ.ο.κ.) κι εκείνος «γενναίος» που «δεν κρύβεται πίσω από ψευδώνυμο»; Food for thought.
Θα πουν βέβαια οι “αυτόκλητοι” υπερασπιστές της κάθε drama queen που “προσβάλλεται” από την κριτική των απλών πολιτών (γιατί οι απλοί πολίτες, που δεν έχουν πολιτικές, εκδοτικές ή οικονομικές πλάτες, είναι που έχουν ανάγκη να γράψουν ανώνυμα ή με ψευδώνυμα – και συγκροτούν ένα ετερόκλητο διαδικτυακό προλεταριάτο, αν εξετάσουμε μόνο το πόσο ευάλωτοι είναι σε αντίποινα αν οι απόψεις τους «ενοχλήσουν» κάποιον που έχει γερό «δόντι») ότι “άλλο ο Ελύτης κι άλλο ο κάθε βλαμμένος που τολμά να προσβάλλει (μτφ: αντιμιλήσει) στον επώνυμο πολιτικό/αρθρογράφο/δημοσιογράφο κλπ”. Σίγουρα, κανένας από εμάς δε διεκδικεί δάφνες για την πολιτική αξία των λόγων του, ούτε καν για την καλλιέπειά του. Το να απαιτείς όμως αυτός που σε ελέγχει για την ακρίβεια των λόγων σου, για το ωφέλιμο ή όχι των έργων σου, για τα κίνητρα που σε ώθησαν να γράψεις ή να κάνεις κάτι να είναι απόλυτα εκτεθειμένος σε αντίποινα που θα ξεκινήσεις όποτε εσύ γουστάρεις, από τη θέση ισχύος που σου δίνει το όνομα-εμπορικό σήμα που εκμεταλλεύεσαι οικονομικά και πολιτικά, ε αυτό είναι λογοκρισία, τραμπουκισμός και φασισμός. Αν αυτό το απλό γεγονός δεν αρέσει στις “επώνυμες” drama queens και στις κλίκες που έχουν για να τις υπερασπίζονται, ξυδάκι.
Επίσης, οφείλω να υπενθυμίσω ότι η χρήση της ψευδωνυμίας ή της ανωνυμίας επιτρέπει σε έναν άνθρωπο να εκφραστεί ελεύθερα, ανεξαρτήτως του πόσο ποιοτική ή «ποιοτική» είναι η διαδικτυακή του παρουσία, ακόμη και να αναπτύξει κοινωνική και πολιτική δράση στο διαδίκτυο με λιγότερο φόβο απ’ό,τι αν τα πραγματικά του στοιχεία ήταν εύκολη λεία του καθενός «εύθικτου» (και κατά πάσα πιθανότητα δικομανούς) «επωνύμου». Παραπέμπω (τους αγγλομαθείς κυρίως) σtο εξαιρετικό άρθρο της Jillian C. York με τίτλο “A Case for Pseudonyms” που δημοσιεύτηκε στο Electronic Frontiers Foundation στις 29 Ιουλίου 2011 (τότε που ήδη είχε αρχίσει να μαίνεται ο πόλεμος κατά της ψευδωνυμίας και της ανωνυμίας – και όχι μόνον με διακύβευμα την «καλή συμπεριφορά» και την «υπεράσπιση της τιμής» του σχολιαζομένου, αλλά κυρίως με διακύβευμα την προστασία των υπερκερδών της παρασιτικής και μονοπωλιακής βιομηχανίας copyright). Η φίμωση, βεβαίως, ανθρώπων που έχουν απόλυτα δικαιολογημένους φόβους (για την εργασία τους, τις κοινωνικές τους σχέσεις, την οικογενειακή τους ζωή, ακόμη και για τη ζωή τους) είναι “παράπλευρη απώλεια” για τους επωνυμολάγνους (είτε είναι δικηγόροι δισκογραφικών και κινηματογραφικών εταιρειών είτε «αυθεντίες» που επιθυμούν να τεθούν de facto και de jure στο απυρόβλητο, καθιστώντας ιδιαίτερα ευάλωτους σε μηνύσεις και αγωγές – στην καλύτερη περίπτωση – όποιους τολμήσουν να τους αντιμιλήσουν) και τους “αυτόκλητους” υπερασπιστές τους. Και, λατρεμένο ΚΚΕ της παράνοιας, το “οι πραγματικοί αγωνιστές δεν κρύβουν το όνομά τους” καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις. Από τη στιγμή που δεν είσαι ικανό ούτε πρόθυμο να σταθείς στο πλευρό ενός ανθρώπου που παλεύει για ελευθερία και δικαιοσύνη (είπαμε, μόνο στα στελέχη του Κώματος συμπαραστέκεσαι), αλλά αντίθετα βαράς κι εσύ από πάνω, άσε να μιλήσουν κάποιοι άλλοι. Εσύ συνέχισε να θρηνείς το μακαρίτη το δικτάτορα της Βόρειας Κορέας.
Θα κλείσω αυτό το άρθρο υπενθυμίζοντας ότι τα “ήθη” των εκβιασμών, της συκοφαντίας, των δολοπλοκιών και της λασπολόγησης εισήχθησαν στην ελληνική μπλογκόσφαιρα από επωνυμότατους δημοσιογράφους και επωνυμότατους ιστολόγους με πολιτικές βλέψεις. Κι όμως! Με θράσος χιλίων πιθήκων, οι επωνυμολάγνοι ταυτίζουν τις άθλιες πρακτικές που το συνάφι τους κατά κύριο λόγο μετέφερε στη μπλογκόσφαιρα με τα «ενημερωτικά», «πατριωτικά», «δείτε ιθαγενείς τι έχει να σας πει ο διάσημος στοχαστής» ιστολόγια τους. Όχι ότι δεν υπήρχαν κι από πριν κακοήθεις στο διαδίκτυο, αλλά από την ώρα που μπήκαν οι «επώνυμοι» (κυρίως «δημοσιογράφοι» και «στοχαστές» των «παραδοσιακών» ΜΜΕ) το κακό παράγινε. Αλλά, όπως λέει κι ο Δήμος Μούτσης, “από’δω παιδιά αρχίζει, άλλη ιστορία, άλλο κεφάλαιο και στην ουσία κάτι τέτοια δε λέγονται τραγουδιστά” – θα τα δούμε λοιπόν εν καιρώ και αυτά…
.
Shortlink: http://wp.me/p2qizX-1F